- λῄταρχος
- λῄτ-αρχος, ὁ,A public priest, Lyc.991. (Cf. λήϊτον.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λήταρχος — λήταρχος, ὁ (Α) δημόσιος ιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λήϊτον «ναός, δημόσιο κτήριο» + αρχος (< ἀρχός < ἄρχω)] … Dictionary of Greek
λῄταρχος — public priest masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῄταρχον — λῄταρχος public priest masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)